- γυρίζω
- (Μ γυρίζω)1. [γύρος]1. περιέρχομαι, περιοδεύω2. στρέφω κάποιον ή κάτι3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι4. κάνω κάποιον να επιστρέψει5. αλλάζω κατεύθυνση6. αλλάζω διαθέσεις7. επιστρέφω, επανέρχομαινεοελλ.1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω2. εκτρέπω, παροχετεύω3. επιστρέφω κάτι δανεικό4. περιφέρω κάποιον5. παρακάμπτω6. κινηματογραφώ7. περιστρέφομαι, στριφογυρίζω8. μεταβάλλω κατάσταση9. φρ. α) «γυρίζει ο τροχός» — η κατάσταση αλλάζειβ) «γυρίζει το κεφάλι μου» — έχω ζαλάδες ή έχω πολλές φροντίδεςγ) «γυρίζω σαν ανεμοδούρα» — έχω ασταθή χαρακτήραδ) «γυρίζω σαν σβούρα» — είμαι αεικίνητος και πολυάσχολοςε) «γυρίζω την πλάτη» — εκφράζω περιφρόνηση, αγνοώ επιδεικτικάστ) «γυρίζω τη συναλλαγματική» — οπισθογραφώ συναλλαγματική»ζ) «γυρίζω τον αρραβώνα» — διαλύω τον αρραβώναη) «γυρίζω το φύλλο» — αλλάζω διάθεσηθ) «να πας και να μη γυρίσεις» — κατάραι) «όταν εσύ επήγαινες, εγώ εγύριζα» — είμαι μεγαλύτερος και ανώτερος σε πείρα και γνώσειςια) «τά γυρίζω» — προσπαθώ να δώσω άλλη έννοια στα λόγια μου ή να παραβώ τις υποσχέσεις μουιβ) «τό γυρίζω στο γέλιο ή στο σοβαρό» — δίνω αστεία ή σοβαρή τροπή στη συζήτησηιγ) «γυρίζω όρτσα» — κάνω κίνηση αναστροφής κατά την ιστιοδρομία τών λέμβωνιδ) «γυρίζω ποδιστά» — κάνω κίνηση υποστροφήςμσν.1. κυκλώνω κάποιον2. κάμπτομαι.
Dictionary of Greek. 2013.